- νυμφικῶν
- νυμφίδιοςbridalfem gen plνυμφίδιοςbridalmasc/neut gen plνυμφικόςof the Nymphsfem gen plνυμφικόςof the Nymphsmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υστεροτελεία — η, Ν ζωολ. το φαινόμενο τής διατήρησης ή τής εκδήλωσης προνυμφικών χαρακτηριστικών στη νύμφη ή στο τέλειο άτομο ή και η διατήρηση ή η εκδήλωση νυμφικών χαρακτηριστικών στο τέλειο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysterotely] … Dictionary of Greek